- προεξάλλομαι
- προεξ-άλλομαι,A leap out before: metaph., of passions, Them. Or.1.15d: c. gen., π. τοῦ ἐν τάξει ἀκολουθοῦντος (in thought) Id.Or.2.33b.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προεξάλλομαι — Α πηδώ έξω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐξάλλομαι «πηδώ προς τα εμπρός»] … Dictionary of Greek
προέξαλμα — τὸ, Α [προεξάλλομαι] το πήδημα προς τα εμπρός … Dictionary of Greek